- χρεόγραφο
- değerli kağıt
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χρεόγραφο — το, Ν βλ. χρεώγραφο … Dictionary of Greek
χρεόγραφο — το έγγραφο που δείχνει σύναψη χρέους και αντιπροσωπεύει χρηματική αξία (μετοχή, ομολογία κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek